σεριδανίτης

σεριδανίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) βασικό πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου, με υφή ανάλογη προς την υφή τού τάλκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sheridanite < Sheridan, περιοχή τής πολιτείας Γουαϊόμινγκ τής Αμερικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”